σκανιάζω

σκανιάζω
σκάνιασα, κάνω κάποιον να στενοχωρεθεί πολύ, τον σκάζω: Αγόρασε καινούριο φόρεμα και σκανιάζει την αδελφή της που φοράει το παλιό της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκανιάζω — Ν [σκάνια] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί πολύ, τόν σκάζω 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου 3. φρ. «μην μού σκανιάζεις» μην τό παίρνεις κατάκαρδα, μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”